- αμυλώνω
- [άμυλο]1. πασπαλίζω κάτι με άμυλο, πουδραρίζω2. βυθίζω κάτι μέσα σε διάλυμα αμύλου, κολλαρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμυλώνω — ωσα, πουδραρίζω, κολλαρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)